ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΑΠΟΚΤΗΘΕΝΤΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ
Θεμελιώδης πυλώνας του ποινικού μας συστήματος αποτελεί η «Αρχή της Ηθικής Απόδειξης» η οποία αποτυπώνεται στο άρθρο 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και με την οποία καθιερώνεται η δυνατότητα του δικαστή να αξιοποιεί οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο πρόσφορο να οδηγήσει στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας. Η τελευταία αυτή, όμως, ευχέρεια του δικαστή δεν είναι απεριόριστη: Πράγματι, δεν αποτελεί αρχή του Ποινικού Δικαίου η αναζήτηση της αλήθειας με οποιοδήποτε κόστος!
Έτσι, ήδη στην δεύτερη παράγραφο του εν λόγω άρθρου, εξαιρείται από την αρχή της ηθικής απόδειξης και απαγορεύεται η δυνατότητα αξιοποίησης στην ποινική διαδικασία αποδεικτικών μέσων που έχουν ληφθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών. Συναφώς, σε συνταγματικό επίπεδο και σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 19 του Συντάγματος περί απορρήτου επιστολών, ανταπόκρισης και επικοινωνίας: «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 (άσυλο κατοικίας) και 9Α (προστασία προσωπικών δεδομένων)». Οι παραπάνω αυτές διατάξεις συνιστούν τον κορμό των λεγόμενων «αποδεικτικών απαγορεύσεων» στα πλαίσια της ποινικής δίκης, ενώ η διατύπωσή τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η υποχρέωση του δικαστή να μην λάβει υπόψιν του τα αποδεικτικά αυτά μέσα είναι απόλυτη και ανεπίδεκτη εξαιρέσεων.
Με αυτά τα δεδομένα, η λήψη φωτογραφικού, ηχητικού ή βιντεοληπτικού υλικού το οποίο έχει αποκτηθεί χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις και ιδιαίτερα χωρίς την συναίνεση του προσώπου τα προσωπικά δεδομένα του οποίου (εικόνα, ήχος, διανόημα) καταγράφονται στον υλικό αυτόν φορέα, αποτελεί ποινικό αδίκημα κακουργηματικού χαρακτήρα(!) κατά το άρθρο 370Α του Ποινικού μας Κώδικα κι η αξιοποίησή του στα πλαίσια της ποινικής δίκης απαγορεύεται. Πρακτικά, αυτό θα σήμαινε ότι ακόμα και αν προσκομίζονταν στο δικαστήριο από κάποιον διάδικο δεν θα λαμβάνονταν υπόψιν, ενώ εάν το δικαστήριο τα χρησιμοποιούσε προς θεμελίωση της κρίσης του, τότε η σχετική απόφαση θα έπασχε και θα μπορούσε να προσβληθεί με τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης.
Η απολυτότητα της διατύπωσης των παραπάνω απαγορεύσεων έγινε αντιληπτό ότι πολλές φορές οδηγεί σε άδικα αποτελέσματα και σήμερα πια γίνεται δεκτό από το σύνολο της νομικής κοινότητας, την νομολογία του Αρείου Πάγου αλλά και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ότι η αξιοποίηση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά τρόπο παράνομο είναι επιτρεπτή υπό αυστηρές προϋποθέσεις.
Φυσικά, το αν ένα παρανόμως αποκτηθέν αποδεικτικό μέσο μπορεί να γίνει αποδεκτό από το δικαστήριο κρίνεται πάντα από το ίδιο το δικαστήριο που εξετάζει την επίδικη υπόθεση και πάντα υπό το πρίσμα της στάθμισης των αντικρουόμενων δικαιωμάτων. Αυτό σημαίνει ότι το δικαστήριο θα σταθμίσει κατά πόσο η καταπάτηση του δικαιώματος ελευθερίας της επικοινωνίας του άρθρου 19 του Συντάγματος που πλήττεται με την αποδεικτική αξιοποίηση παρανόμως αποκτηθέντος οπτικοακουστικού υλικού μπορεί να επιτραπεί προς εξασφάλιση άλλου ανώτερου ή ίσης βαρύτητας συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος. Λ.χ. το δικαίωμα στη ζωή και την ελευθερία πρέπει να θεωρηθεί σαφώς σημαντικότερο από το δικαίωμα της ελευθερίας της επικοινωνίας και της προστασίας του απορρήτου αυτής. Οπότε όταν διακυβεύεται η ζωή ή η ατομική ελευθερία κάποιου προσώπου, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 177 ΚΠΔ. Αντιστοίχως όταν αντικρουόμενο δικαίωμα είναι αυτό πχ. της τιμής και της υπόληψης, τότε κανονικά δεν θα πρέπει να επιτραπεί η αποδεικτική αξιοποίηση παρανόμως αποκτηθέντος οπτικοακουστικού υλικού. Σε κάθε περίπτωση βέβαια, δεν υπάρχει κάποια κλίμακα στάθμισης των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων ώστε να μπορούμε με ασφάλεια να κρίνουμε ποια μπορούν να καταπατηθούν σε βάρος του δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας και ποια όχι, οπότε αυτό πάντα θα κρίνεται κατά περίπτωση από τον αρμόδιο δικαστή. Ούτως ή άλλως το ίδιο το Σύνταγμα δεν σταθμίζει τα ατομικά δικαιώματα ούτε κρίνει ποια ειναι σημαντικότερα από τα υπόλοιπα και η όποια στάθμιση πρέπει να γίνει με βάση την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25Σ).
Γενικά πάντως, και με μεγαλύτερη ευκολία, γίνεται δεκτό ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να επικαλεστεί προς όφελός του παράνομο μέσο ιδίως όταν η αθωότητά του προκύπτει άμεσα από το μέσο αυτό και ταυτοχρόνως δεν θα μπορούσε να αποκτηθεί με άλλον (νόμιμο) τρόπο. Αυτό γιατί η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, η ελευθερία και κατ’ επέκταση η αξιοπρέπεια του αθώου κατηγορουμένου, όπως αυτή προστατεύεται στο θεμελιώδες άρθρο 2 του Συντάγματος, κρίνονται συνολικά βάσει της επίσης συνταγματικά προστατευόμενης αρχής της αναλογικότητας του άρθρου 25Σ, άξιες μεγαλύτερης προστασίας από το εκάστοτε προστατευόμενο με τις απαγορευτικές διατάξεις έννομο αγαθό. Παράλληλα, κατά γενική ομολογία γίνεται δεκτή η αξιοποίηση εφόσον το παράνομο αυτό αποδεικτικό μέσο είναι το μόνο αναγκαίο και πρόσφορο για την απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου, κυρίως όταν το αδίκημα είναι σοβαρό (κακούργημα ή βαρύ πλημμέλημα).
Προβληματισμός, ωστόσο, έχει ανακύψει για το εάν οι αποδεικτικές απαγορεύσεις κάμπτονται και εις βάρος του κατηγορουμένου. Η θεματική αυτή έχει απασχολήσει θεωρία και νομολογία και ιδιαίτερα υπό τη μορφή της αξιοποίησης υλικού κτηθέντος κατά παράβαση του 370Α ΠΚ προς απόδειξη των ισχυρισμών του θύματος εις βάρος του κατηγορουμένου. Και σε αυτή την περίπτωση, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου στην απόφαση 1/2001 επισημαίνει ότι κανένα συνταγματικώς προστατευόμενο δικαίωμα δεν είναι υπέρτερο έναντι των υπολοίπων κι έτσι ακόμα και το δικαίωμα στην προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής υπόκειται σε στάθμιση κατά την αρχή της αναλογικότητας και περιορίζεται με σκοπό την προστασία υπέρτερων έννομων αγαθών του θύματος, όπως είναι το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης του άρθρου 20 παρ.1 Σ. Το τελευταίο θίγεται, εκτός των άλλων, όταν το παράνομο αυτό αποδεικτικό μέσο είναι το μόνο στο οποίο το θύμα μπορεί να στηρίξει την καταγγελία του θεμελιώνοντας την ενοχή του κατηγορουμένου για κάποιο σοβαρό έγκλημα εις βάρος του πρώτου. Σε μία τέτοια εξαιρετική περίπτωση, όταν καταλύεται το δικαίωμα του θύματος σε ακρόαση και παροχή δικαστικής προστασίας, οι αρχές οφείλουν να σταθμίζουν τα διακυβευόμενα μεγέθη και να έχουν τη δυνατότητα να επιτρέψουν την αξιοποίηση βάσει της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 Σ). Στα ίδια συμπεράσματα καταλήγει και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ΕΔΔΑ), το οποίο δέχεται ως επιτρεπτή την αξιοποίηση αποδεικτικών μέσων τα οποία αποκτήθηκαν παράνομα εφόσον πληρούνται τα παραπάνω κριτήρια και ο κατηγορούμενος έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει το αποδεικτικό στοιχείο και τις περιστάσεις λήψης του.