ΤΟ ΑΥΤΟΦΩΡΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

ΤΟ ΑΥΤΟΦΩΡΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

Το αυτόφωρο έγκλημα προβλέπεται στο άρθρο 242 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Αναλυτικότερα σύμφωνα με την παρ. 1 του ως άνω άρθρου ως γνήσιο αυτόφωρο έγκλημα ορίζεται «το έγκλημα εκείνο, στο οποίο ο δράστης καταλαμβάνεται την ώρα που το τελεί», ενώ σύμφωνα με την παρ. 2 ως μη γνήσιο αυτόφωρο νοείται «εκείνο το έγκλημα, στο οποίο ο δράστης καταδιώκεται αμέσως μετά την πράξη από την δημόσια δύναμη ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν συλλαμβάνεται σε χρόνο πολύ κοντινό στην αξιόποινη πράξη με αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συνάγεται η διάπραξη του εγκλήματος.» Στην παρ. 2 μάλιστα επισημαίνεται πως δεν συντρέχει καμία από τις παραπάνω περιπτώσεις σε περίπτωση που έχει παρέλθει ολόκληρη η επόμενη ημέρα από την ημέρα τέλεσης της πράξης. (Πρακτικά αυτό σημαίνει πως το αυτόφωρο διαρκεί μέχρι το τέλος (23:59) της ημέρας που διαπράχθηκε το αδίκημα και όλη την επόμενη (00:00-23:59), οπότε και σταματά η αστυνομία να αναζητεί το δράστη για να τον συλλάβει και να τον παραπέμψει σε δίκη στα πλαίσια του αυτοφώρου.)

Η διαδικασία που ακολουθείται σε περίπτωση αυτόφωρου εγκλήματος είναι η ακόλουθη:

Αρχικά ο κατηγορούμενος προσάγεται στο Αστυνομικό Τμήμα για σήμανση και εκεί εν συνεχεία διενεργείται η «Αστυνομική Προανάκριση». Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται προηγούμενη παραγγελία εισαγγελέως. Μόλις τα αστυνομικά όργανα, τα οποία ενεργούν υπό την ιδιότητα ανακριτικών υπαλλήλων, περατώσουν την έρευνα της υπόθεσης, διαβιβάζουν αμελλητί στον Εισαγγελέα την δικογραφία, που σχημάτισαν. Η δικογραφία μάλιστα συνοδεύεται και από ένα παραπεμπτικό έγγραφο, το οποίο ονομάζεται «διαβιβαστικό της αστυνομίας» και περιέχει όλα τα πορίσματα της αστυνομικής προανάκρισης, καθώς επίσης και την καταγραφή των αξιόποινων πράξεων, που τελέσθηκαν σύμφωνα με την κρίση του συντάξαντος το διαβιβαστικό προανακριτικού υπαλλήλου. Κατόπιν αυτού ο Εισαγγελέας Ποινικής Δίωξης, μόλις λάβει την δικογραφία, μπορεί σύμφωνα και με όσα προβλέπει το αρθ. 417 ΚΠΔ σε περίπτωση πλημμελημάτων να εισαγάγει με απευθείας κλήση χωρίς γραπτή προδικασία τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου, που συνεδριάζει εκείνη την ημέρα και το οποίο υποχρεούται να εκδικάσει αμέσως την κατηγορία. Στην περίπτωση βέβαια που το αρμόδιο δικαστήριο δεν συνεδριάζει εκείνη την ημέρα, τότε, είτε ορίζεται έκτακτη δικάσιμος για την ίδια ημέρα, είτε ορίζεται για την επόμενη ημέρα σε περίπτωση που υπάρχει πλήρης αδυναμία για αυθημερόν συγκρότηση. Ο εισαγγελέας γνωστοποιεί προφορικά στον κατηγορούμενο τα στοιχεία της κατηγορίας και δεν απαιτείται η κοινοποίηση σε αυτόν κλητήριου θεσπίσματος. Για την παραπάνω γνωστοποίηση συντάσσεται σχετική έκθεση, η οποία προσαρτάται στην δικογραφία. Ο Εισαγγελέας ποινικής δίωξης μπορεί επίσης σε περίπτωση που κρίνει πως συντρέχει ανάγκη για επιβολή περιοριστικών όρων στον κατηγορούμενο να παραγγείλει την διενέργεια κύριας ανάκρισης. Δέον μάλιστα να αναφερθεί πως, αν πρόκειται για κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα, τότε πρέπει πριν την σύλληψη του δράστη να υποβληθεί έγκληση από τον παθόντα ακόμα και προφορικά σε εκείνους που έχουν την δυνατότητα να τον συλλάβουν, η οποία συνήθως δηλώνεται με τη φράση «Επιθυμώ την ποινική δίωξη του/των δραστη/ών». Ο Εισαγγελέας Ποινικής δίωξης μπορεί τέλος σε περίπτωση που κρίνει πως συντρέχουν επαρκείς αποδείξεις για την τέλεση του αδικήματος αν αυτό χαρακτηρίζεται ως κακούργημα, να παραγγείλει την διενέργεια κύριας ανάκρισης. Απότοκο αυτού είναι η μετάβαση των κατηγορουμένων στην αρμόδια Ανακριτική Αρχή. Άξιο αναφοράς είναι επίσης το γεγονός ότι απαγορεύεται η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας στην περίπτωση που ο δράστης της αξιόποινης πράξης είναι ανήλικος

Τέλος, σκόπιμο είναι να αναφερθεί και ο ιδιαίτερα κρίσιμος ρόλος του συνηγόρου υπεράσπισης ήδη από το αρχικό στάδιο προσαγωγής ή συλλήψεως του εντολέως του. Η άμεση μετάβαση στο αστυνομικό τμήμα εξυπηρετεί την ορθότερη ενημέρωσή του καθώς και την επέμβασή του σε τυχόν αυθαιρεσίες ή πλημμέλειες των ανακριτικών οργάνων της Αστυνομίας, με σκοπό την προστασία των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Μετά την διαβίβαση της δικογραφίας στον Εισαγγελέα, ο κατηγορούμενος οδηγείται συνοδεία αστυνομικών ενώπιον του αυτόφωρου Πλημμελειοδικείου (σε περίπτωση πλημμελήματος) και στο σημείο αυτό ο συνήγορος του έχει τις εξής δυνατότητες, έτσι ώστε να αφεθεί ελεύθερος ο κατηγορούμενος:

1) Να ζητήσει κατ΄ άρθρο 423ΚΠΔ, αναβολή για 3 ημέρες προκειμένου να προετοιμάσει την υπεράσπιση του.

2) Να ζητήσει αναβολή κατ΄ άρθρο 349ΚΠΔ, σε μεταγενέστερη δικάσιμο, αν συντρέχει κώλυμα στο πρόσωπο του.

3) Να ζητήσει από το δικαστήριο κατ΄ άρθρο 424 ΚΠΔ, αναβολή για περαιτέρω αποδείξεις προκειμένου να υπάρχει μια πληρότητα κατά την ακροαματική διαδικασία (όπως η αυτοπρόσωπη παρουσία τον βασικών μαρτύρων κατηγορίας, για να τους εξετάσει θέτοντάς τους ερωτήσεις).

4) Να ζητηθεί αναβολή κατ΄ άρθρο 352ΚΠΔ προκειμένου κληθούν οι μάρτυρες του κατηγορητήριου.

5) Να δικάσει την υπόθεση επί τόπου.

Σε όλες τις ως άνω περιπτώσεις ο συνήγορος οφείλει να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία μόνιμης κατοικίας και εργασίας, προκειμένου να θεμελιώσει την πλήρωση των αντικειμενικών προϋποθέσεων για την άρση της κράτησης του από το Δικαστήριο, μέχρι την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης.