ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, γνωστή και με τον όρο «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος», αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικότερα αδικήματα στον ευρύτερο χώρο του οικονομικού εγκλήματος.
Συγκαταλέγεται στα εξαρτημένα ή συναφή αδικήματα, με την έννοια ότι για την στοιχειοθέτηση της απαιτείται προηγουμένως η τέλεση ενός άλλου αδικήματος, από το οποίο προέκυψαν οικονομικής φύσης έσοδα, μια προγενέστερη εγκληματική συμπεριφορά, δηλαδή, από την οποία προήλθε το «βρώμικο χρήμα». Ο νόμος ορίζει ρητά ποια εγκλήματα δύνανται να αποτελέσουν τη βάση για το έγκλημα της νομιμοποίησης, χαρακτηρίζοντάς τα ως «βασικά αδικήματα», μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ιδίως τα βαρύτερα κακουργήματα (π.χ. εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση, δωροδοκία δημοσίων υπαλλήλων και δικαστικών λειτουργών, ανθρωποκτονία από πρόθεση, παραχάραξη νομίσματος, ναρκωτικά, φοροδιαφυγή, λαθρεμπορία κ.α.) και τα πλημμελήματα εκείνα από τα οποία μπορεί να προκύψει περιουσιακό όφελος (π.χ. κλοπή).
Στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όμως, ο νομοθέτης δεν θέλησε να τιμωρήσει αυτή την πρώτη εγκληματική συμπεριφορά του δράστη. Εκείνο στο οποίο, ουσιαστικά, αποσκοπεί είναι να επιβληθεί ποινή σε εκείνον που προσπαθεί να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση σε παρανόμως αποκτηθείσα περιουσία. Με άλλα λόγια, αν ο δράστης αποκόμισε από την εγκληματική του δράση χρηματικό κέρδος, το οποίο στη συνέχεια έκρυψε στο σπίτι του, σε καμία περίπτωση ΔΕΝ έχει τελέσει το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων, κι αυτό διότι απαραίτητη προϋπόθεση για την στοιχειοθέτησή του είναι η διενέργεια μιας πράξης με την οποία τα χρήματα αυτά θα επανατοποθετηθούν στην αγορά και στις οικονομικές συναλλαγές, με τέτοιο τρόπο ώστε να αναμειχθούν με τα νόμιμα, προκειμένου να μην μπορούν να ανιχνευθούν από τις Αρχές.
Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 4557/2018 (όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4816/2021, ο οποίος ενσωμάτωσε την οδηγία ΕΕ 1673/2018), η ένταξη των παρανόμως αποκτηθέντων χρημάτων στην υγιή οικονομία μπορεί να τελεστεί με:
α) τη μετατροπή ή τη μεταβίβαση περιουσίας (π.χ. πώληση κλεμμένων αντικειμένων),
β) την απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας, όσον αφορά τη φύση, την προέλευση, τη διάθεση, τη διακίνηση ή τη χρήση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή βρίσκεται ή την κυριότητα επ’ αυτής, ή τα σχετικά με αυτή δικαιώματα (π.χ. χρήση εγκληματικής περιουσίας σε τυχερά παίγνια, προκειμένου αυτά να εμφανιστούν αργότερα ως νόμιμα κέρδη),
γ) την απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας (π.χ. αγορά ακινήτου με χρήματα από εγκληματικές δραστηριότητες),
δ) τη χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες (π.χ. κατάθεση παρανόμως αποκτηθέντων χρημάτων σε τραπεζικό λογαριασμό).
Θα πρέπει να τονιστεί ότι, προκειμένου να τιμωρηθεί κάποιος για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αρκεί και μόνο να αποδεικνύεται ότι το «βρώμικο χρήμα» είναι προϊόν εγκλήματος, χωρίς απαραίτητα ο δράστης να έχει καταδικαστεί για αυτό (π.χ. σε περίπτωση που δεν έχει ασκηθεί καν ποινική δίωξη σε βάρος του ή το βασικό αδίκημα έχει υποπέσει σε παραγραφή). Ωστόσο, σε περίπτωση που έχει δικασθεί και αθωωθεί για το βασικό αδίκημα, τότε ο κατηγορούμενος μένει ατιμώρητος και για το αδίκημα της νομιμοποίησης.
Σε ό,τι αφορά στις ποινικές κυρώσεις, επιβάλλεται:
α) ποινή κάθειρξης 5 έως 8 ετών και χρηματική ποινή (βασική μορφή),
β) ποινή κάθειρξης 5 έως 10 ετών και χρηματική ποινή, σε περίπτωση που το παράνομο περιουσιακό όφελος υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ ή η πράξη τελείται από υπόχρεο σε αναφορά φυσικό πρόσωπο κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας (π.χ. υπάλληλοι τραπεζικών ιδρυμάτων, ορκωτοί λογιστές κ.λ.π.) ή το παράνομο περιουσιακό όφελος προέρχεται από εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση, πορνογραφία ανηλίκων, ναρκωτικά, κλοπές, ληστείες κ.α.,
γ) ποινή κάθειρξης 5 έως 15 ετών και χρηματική ποινή, σε περίπτωση που ο δράστης τελεί το αδίκημα της νομιμοποίησης κατ’ επάγγελμα ή ως μέλος εγκληματικής οργάνωσης, η οποία επιδιώκει την τέλεση πράξεων νομιμοποίησης, και
δ) ποινή φυλάκισης έως 3 ετών και χρηματική ποινή, αν το βασικό αδίκημα ήταν πλημμέλημα.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι πρόκειται για διαρκές αδίκημα, με την έννοια ότι για όσο χρονικό διάστημα ο δράστης διατηρεί στην κατοχή του το «βρώμικο χρήμα», είτε αυτούσιο είτε τροποποιημένο σε περιουσιακό στοιχείο, συνεχίζει να τελεί το έγκλημα της νομιμοποίησης, με αποτέλεσμα να μην ξεκινά η παραγραφή του εγκλήματος.
*Το γραφείο μας έχει μεγάλη εμπειρία σε πάσης φύσεως υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητας και μπορεί να σας συνδράμει αποτελεσματικά σε εις βάρος σας κατηγορίες για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Για περαιτέρω νομικές συμβουλές ή για την ανάθεση της υπόθεσής σας στο γραφείο μας μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας στο τηλ. 6936361011 ή με email στο info@vlc-law.gr. Σημειώνεται ότι απαγορεύεται βάσει Κώδικα περί Δικηγόρων η παροχή νομικών συμβουλών άνευ της ανάλογης αμοιβής (άρθρο 57 Ν. 4194/2013).