ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΜΕ ΔΙΑΘΗΚΗ ΚΑΙ ΕΞ ΑΔΙΑΘΕΤΟΥ

ΕΙΔΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ

Στον Αστικό Κώδικα (άρθρο 1710) προβλέπονται δύο (2) είδη κληρονομικής διαδοχής: α) η κληρονομική διαδοχή με διαθήκη και β) η εξ’ αδιαθέτου (δηλ. χωρίς διαθήκη) κληρονομική διαδοχή. 

Κληρονομική διαδοχή με διαθήκη:

Στον Αστικό Κώδικα προβλέπονται τρία (3) είδη διαθηκών: 1) η ιδιόγραφη, 2) η δημόσια και 3) η μυστική διαθήκη.

Σε κάθε περίπτωση ο κληρονόμος ο οποίος δεν επιθυμεί την αποδοχή της κληρονομίας και κατά συνέπεια τη μεταβίβαση της περιουσίας του κληρονομούμενου σε αυτόν, έχει το δικαίωμα αποποίησης της κληρονομίας εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την δημοσίευση της διαθήκης ή από το χρονικό διάστημα που εκείνος έλαβε γνώση της διαθήκης. Στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία του κατοικία στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος έμαθε για τον θάνατο όταν διέμενε στο εξωτερικό, η προθεσμία είναι ενός (1) έτους.

Ωστόσο, επειδή παρατηρείται συχνά το φαινόμενο της αμφιταλάντευσης από τους κληρονόμους ως προς την αποδοχή ή μη της κληρονομίας λόγω των υφιστάμενων χρεών, βαρών και οφειλών του κληρονομούμενου που εμπεριέχονται σε αυτή όπως ως άνω αναφέρθηκε, δύνανται οι κληρονόμοι μέσω του άρθρου 1902 ΑΚ να αποδεχτούν την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής.

Η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή δίνει το δικαίωμα στον κληρονομούμενο να καθορίσει τα πρόσωπα που επιθυμεί να τον κληρονομήσουν, τον υποχρεώνει όμως ταυτόχρονα να αποδώσει ουσιαστικά ένα μέρος της κληρονομιαίας περιουσίας αυτής, σε ορισμένα συγγενικά του πρόσωπα (λ.χ. τέκνα, σύζυγος που επιζούν), τα οποία ακόμη και αν δεν έχουν συμπεριληφθεί στη διαθήκη ως κληρονόμοι, λαμβάνουν υποχρεωτικά ένα ποσοστό από την κληρονομία, μέσω της νόμιμης μοίρας.

Κληρονομική διαδοχή εξ’ αδιαθέτου (χωρίς διαθήκη):

Κατά την διόλου απίθανη περίπτωση που ο κληρονομούμενος αποβιώσει αδιάθετος, δηλαδή δεν είχε συντάξει κάποια διαθήκη προτού φύγει από τη ζωή, η κληρονομική διαδοχή πραγματοποιείται κατά τάξεις συγγενών, βάσει των άρθρων 1813 και επόμενα του Αστικού Κώδικα.

Όπως ορίζεται στο άρθρο 1819 ΑΚ περί διαδοχής τάξεων, δεν καλείται στη κληρονομία συγγενής, εφόσον υπάρχει άλλος συγγενής προηγούμενης τάξης, που καλείται ως κληρονόμος. Επί της ουσίας το συγκεκριμένο άρθρο ξεκαθαρίζει πλήρως πώς κάθε τάξη αποκλείει τις επόμενες. 

Οι κληρονομικές τάξεις είναι οι ακόλουθες:

Πρώτη τάξη: Ως κληρονόμοι εξ’ αδιαθέτου στην πρώτη τάξη καλούνται οι κατιόντες του κληρονομούμενου. Ο πλησιέστερος από αυτούς αποκλείει τον απώτερο της ίδιας ρίζας. Στη θέση κατιόντος που δεν ζει κατά την επαγωγή υπεισέρχονται οι κατιόντες που μέσω αυτού συνδέονται με συγγένεια με τον κληρονομούμενο (διαδοχή κατά ρίζες).

Δεύτερη τάξη: Ως κληρονόμοι εξ’ αδιαθέτου στη δεύτερη τάξη καλούνται μαζί οι γονείς του κληρονομούμενου, τα αδέρφια του, καθώς και τα παιδιά και τα εγγόνια των αδερφών που έχουν πεθάνει πριν από αυτόν.

Τρίτη τάξη: Ως κληρονόμοι εξ΄ αδιαθέτου στην τρίτη τάξη καλούνται οι παππούδες και οι γιαγιάδες του του κληρονομούμενου και από τους κατιόντες τους τα παιδιά και τα εγγόνια.

Τέταρτη τάξη: Ως κληρονόμοι εξ’ αδιαθέτου στην τέταρτη τάξη καλούνται οι προπαππούδες και οι προγιαγιάδες του κληρονομούμενου.

Πέμπτη τάξη: Αν δεν υπάρχουν συγγενείς της πρώτης, της δεύτερης, της τρίτης και της τέταρτης τάξης ο σύζυγος που επιζεί καλείται ως εξ’ αδιαθέτου κληρονόμος σε ολόκληρη την κληρονομία.

Έκτη τάξη: Αν κατά την επαγωγή της κληρονομίας δεν υπάρχει ούτε συγγενής από εκείνους που καλούνται κατά τον νόμο, ούτε σύζυγος του κληρονομούμενου, ως εξ’ αδιαθέτου κληρονόμος καλείται το Δημόσιο.

Ο σύζυγος που επιζεί καλείται ως κληρονόμος εξ’ αδιαθέτου διαδοχής, με τους συγγενείς της πρώτης τάξης κατά ποσοστό ¼ της κληρονομίας και με τους συγγενείς των υπόλοιπων τάξεων κατά ποσοστό ½ της κληρονομίας. Επιπλέον ο επιζών σύζυγος, ασχέτως από τη τάξη με την οποία καλείται, λαμβάνει ως εξαίρετο το αυτοκίνητο που χρησιμοποιούσε για τις καθημερινές του μετακινήσεις (αν δεν έχει δικό του) καθώς και τα έπιπλα, τα σκεύη, τα ενδύματα και άλλα τέτοια οικιακά αντικείμενα του θανόντος ή της θανούσης. Αν όμως υπάρχουν τέκνα του συζύγου που πέθανε, λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες και αυτών, εφόσον το επιβάλλουν οι ειδικές περιστάσεις για λόγους επιείκειας, κατ’ άρθρο 1820 ΑΚ.

Το κληρονομικό δικαίωμα καθώς και το δικαίωμα στο εξαίρετο του συζύγου που επιζεί αποκλείονται σε περίπτωση που ο κληρονομούμενος έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του.

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 1711 εδ.’ β’ ΑΚ, ο χρόνος επαγωγής της κληρονομίας είναι ο χρόνος θανάτου του κληρονομουμένου. Ο προσδιορισμός του χρόνου επαγωγής χρήζει ζωτικής σημασίας γιατί από αυτόν θα εξαρτηθούν ποια πρόσωπα θα κληθούν ως κληρονόμοι, αφού κατά το χρόνο επαγωγής θα πρέπει να βρίσκονται εν ζωή ή να έχουν τουλάχιστον συλληφθεί (κύηση).