Η ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΣΤΟ ΝΕΟ ΠΚ

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΣΠΑΕΙ

Αναστολή της ποινής στον παλαιό ΠΚ (αρθ.99):

«Αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.»

Αναστολή της ποινής στον νέο ΠΚ (αρθ.99):

«Αν κάποιος που δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για εγκλήματα δόλου σε στερητική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από τρία (3) έτη με μία ή με περισσότερες αποφάσεις, που οι ποινές τους δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικαστεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα (1) και ανώτερο από τρία (3) έτη. Αν το δικαστήριο κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της απόφασης στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, εφαρμόζει το άρθρο 104Α ΠΚ, εκτός αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του, οπότε διατάσσει την εκτέλεση μέρους ή ολόκληρης της ποινής. Το δικαστήριο μπορεί με ειδική αιτιολογία να χορηγήσει την αναστολή και εφόσον οι προηγούμενες καταδίκες δεν υπερβαίνουν συνολικά τα πέντε (5) έτη φυλάκισης, εκτός αν συντρέχει η εξαίρεση της απόλυτης αναγκαιότητας εκτέλεσης της ποινής.»

 

Όπως είναι φανερό ο Ν. 4619/2019 (νέος ΠΚ) επέφερε πληθώρα αλλαγών στον θεσμό της αναστολής της ποινής διευρύνοντας ουσιαστικά κατά πολύ τους δικαιούχους. Ουσιαστικά υπό το παλαιό καθεστώς αναγνωριζόταν δικαίωμα αναστολής σε αυτούς που καταδικάστηκαν σε ποινή έως 3 έτη, αλλά πριν από αυτή την ποινή, είτε δεν είχαν καθόλου καταδίκες σε βάρος τους, είτε, αν είχαν, αυτές δεν ξεπερνούσαν σωρευτικά το 1 έτος, ενώ υπό το υφιστάμενο καθεστώς, για τη χορήγηση της αναστολής, οι προηγούμενες καταδίκες δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τα 3 έτη και σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις τα 5 έτη. Επιπρόσθετα, κατά τον παλαιό ΠΚ αν το δικαστήριο έκρινε πως η εκτέλεση της ποινής είναι αναγκαία, προκειμένου να αποτραπεί ο καταδικασθείς από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, τότε μπορούσε με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση να διατάξει την εκτέλεση της ποινής. Ωστόσο, με τον νέο ΠΚ αν το δικαστήριο κρίνει πως αποτελεί επιτακτική ανάγκη η έκτιση της ποινής, για να αποτραπεί η διενέργεια νέων αξιόποινων πράξεων, δεδομένου ότι από την συμπεριφορά του καταδικασθέντος φαίνεται να υπάρχει τάση για παραβατική συμπεριφορά, τότε μπορεί να διαταχθεί η εφαρμογή του 104 ΠΚ, που προβλέπει μετατροπή της ποινής της φυλάκισης σε κοινωφελή εργασία και αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του, τότε μόνο μπορεί να διαταχθεί εκτέλεση της ποινής ή έστω μέρους αυτής. Η αξιολόγηση όλων αυτών επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου, η οποία σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Η διάρκεια της αναστολής κυμαίνεται από 1 έως 3 έτη και ο χρόνος της δεν μπορεί να είναι βραχύτερος της διάρκειας της ποινής και αρχίζει από τότε που η απόφαση καθίσταται εκτελεστή.  

Το δικαστήριο μάλιστα, προκειμένου να εκδώσει τη σχετική απόφαση μπορεί να θέσει ορισμένους όρους, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 99 παρ. 2  ΠΚ.  Για την δυνατότητα αυτή του δικαστηρίου υπήρχε πρόβλεψη τόσο στον παλαιό ΠΚ όσο και στον νέο. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι μπορεί να αξιώσει:

α/ Αποκατάσταση του συνόλου ή μέρους της ζημίας που προκλήθηκε στο θύμα της αξιόποινης πράξης, κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του καταδικασθέντος.

β/ Αφαίρεση της άδειας οδήγησης για διάστημα μέχρι και 1 έτος, αν η πράξη συνδέεται με παράβαση των οδηγικών κανόνων. 

γ/ Η καταβολή ποσού ύψους μέχρι και 10.000€ για κοινωφελείς σκοπούς.

δ/ Η εκπλήρωση υποχρεώσεων του καταδικασθέντος αναφορικά με την επιμέλεια ή διατροφή άλλων προσώπων. 

ε/ Η συμμετοχή του καταδικασθέντος μόνο κατόπιν συναίνεσης του σε πρόγραμμα απεξάρτησης ή σε άλλα θεραπευτικά προγράμματα.

στ/ Η συμμετοχή του καταδικασθέντος σε συνεδρίες με επιμελητή κοινωνικής αρωγής.

ζ/  Η εμφάνιση του στο αστυνομικό τμήμα. 

η/  Η απαγόρευση εξόδου από την χώρα.

Στον νέο ΠΚ σημαντική κρίνεται και η προσθήκη του άρθρου 99 παρ. 4 σύμφωνα με το οποίο αν ο καταδικασθείς παραβιάζει τους επιβαλλόμενους όρους, ο εισαγγελέας εκτέλεσης της ποινής λαμβάνοντας υπόψη τη συχνότητα και τη σοβαρότητα της παραβίασης και τον βαθμό της υπαιτιότητάς μπορεί να προβεί κατά την κρίση του σε έγγραφη προειδοποίηση εκείνου που καταδικάστηκε ή να εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής, το οποίο εν συνεχεία μπορεί, είτε να επιβάλλει πρόσθετους όρους, είτε να τους τροποποιήσει, είτε να διατάξει την εφαρμογή του 104Α ΠΚ που προβλέπει παροχή κοινωφελούς εργασίας, είτε του 100 ΠΚ που προβλέπει εκτέλεση μέρους της ποινής.

Ουσιώδης είναι και η αλλαγή που εισάγει το άρθρο 100 του ΠΚ, που προβλέπει την δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης μέρους της ποινής. Και αυτή η διάταξη θα εφαρμοστεί για ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν και έχουν διάρκεια μέχρι και τρία (3) έτη. Έτσι, αν το δικαστήριο κρίνει πως η μετατροπή ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά το 104 Α δεν επαρκεί για να σωφρονιστεί ο καταδικασθείς και ως εκ τούτου είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της ποινής, τότε μπορεί να διατάξει την εκτέλεση αυτής, η οποία δεν πρέπει να διαρκεί λιγότερο από 10 ημέρες και περισσότερο από 3 μήνες και να αναστείλει το υπόλοιπο. Η αναστολή εκτέλεσης και εδώ μπορεί να διαταχθεί υπό όρους με αναλογική εφαρμογή του 99 παρ. 2 του ΠΚ.

Πότε «σπάει» η αναστολή:

Η αναστολή αίρεται σύμφωνα με το άρθρο 102 ΠΚ «Αν κατά τον χρόνο της αναστολής ο καταδικασθείς καταδικαστεί και πάλι σε στερητική της ελευθερίας ποινή για έγκλημα δόλου που τελέστηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής, μόλις η νέα καταδίκη καταστεί αμετάκλητη. Η ποινή που επιβλήθηκε με τη νέα καταδίκη εκτελείται στη συνέχεια μετά την ποινή που είχε ανασταλεί, εκτός αν το δικαστήριο με την ίδια απόφαση ρητά διατάξει να μην αρθεί η αναστολή, επειδή η εκτέλεση της ποινής, την οποία αφορά η αναστολή, δεν είναι απολύτως αναγκαία.»

Εν κατακλείδι, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής είναι ένας θεσμός, που δημιουργήθηκε από το νομοθέτη, προκειμένου να δοθεί στον καταδικασθέντα, που δεν θεωρείται εξαιρετικά επικίνδυνος, μια «δεύτερη ευκαιρία». Σε αυτή τη «δοκιμαστική περίοδο» ελέγχεται η συμπεριφορά του καταδικασθέντος και αν διαπιστωθεί ότι υπέπεσε στην τέλεση οποιουδήποτε αδικήματος καλείται να εκτίσει την ποινή του, καθώς αίρεται η χορηγηθείσα αναστολή.